- ξαγορά
- η выкуп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαγορά — ξαγορά, η και εξαγορά, η 1. η πλήρης αγορά. 2. δωροδοκία: Εξαγορά συνειδήσεων. 3. καταβολή χρημάτων για την απελευθέρωση ή απολύτρωση, λύτρα, αντάλλαγμα: Ξαγορά των αιχμαλώτων. – Ξαγορά δούλων κτλ. 4. η απαλλαγή με χρήματα από κάποιο κακό:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαγορά — η (Μ ξαγορά) η εξαγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ αγορά, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek